φιλανθρακεύς

φιλανθρώπευμα

φιλανθρωπεύομαι
φιλανθρώπευμα, ατος (τὸ) [] trait d’humanité, de bonté, Plut. Sol. 15, M. 970a, etc.
Étym. φιλανθρωπεύομαι.