φιλαπλοϊκός

φιλαπόδημος

φιλαργεῖος
φιλ·απόδημος, ος, ον [ῐᾰ] qui aime à voyager, Xén. Hell. 4, 3, 2 ; El. N.A. 7, 24 ; Artém. 1, 80.