Φίλιτις

φίλιχθυς

φιλίων
φίλ·ιχθυς, υος (ὁ, ἡ) [φῐ] qui aime le poisson, Ath. 6d, 338d, 344d, 358d.
Étym. φίλος, ἰχθύς.