φιλιππιδόομαι-οῦμαι

φιλιππίζω

Φιλιππικός
φιλιππίζω [φῐ] être du parti de Philippe, Dém. 287, 1 ; Eschn. 72, 14 ; Plut. M. 844f.
Étym. Φίλιππος.