Φίλιππος

φιλιπποτρόφος

φιλίσκος
φιλ·ιπποτρόφος, ος, ον [φῐ] qui nourrit ou entretient des chevaux pour les courses, Phalar. Ep. 68.
Étym. φίλος, ἱπποτρόφος.