φιλίστωρ

φιλίτια

Φίλιτις
φιλίτια, ων (τὰ) [ῐῐτ] c. φειδίτια, Antiph. (Com. fr. 3, 22) ; au sg. τὸ φιλίτιον, Xén. Hell. 5, 4, 28 ; Lac. 3, 5, repas commun, à Sparte.
Étym. cf. φειδίτιον et φιδίτιον.