φιλοϐάρϐιτος

φιλοϐασίλειος

φιλοϐασιλεύς
φιλο·ϐασίλειος, ος, ον [ῐᾰῐ] ami de la royauté, Plut. Æmil. 24.
Étym. φ. βασιλεία.