φιλόϐιϐλος

φιλοϐοιωτός

φιλόϐορος
φιλο·ϐοιωτός, οῦ () [] ami des Béotiens, Plut. Syll. 16 ; Polyen 5, 16, 1.
Étym. φ. Βοιωτοί.