φιλοχρημονέω-ῶ

φιλοχρημοσύνη

φιλοχρήμων
φιλοχρημοσύνη, ης () [ῐῠ] c. φιλοχρηματία, Phocyl. 42 ; Plat. Leg. 938c ; Anth. 11, 270.
Étym. φιλοχρήμων.