φιλοχωρέω-ῶ

φιλοχωρία

φιλόχωρος
φιλοχωρία, ας () [φῐ] attachement à un lieu, à un séjour, Ar. Vesp. 834 ; DH. 1, 27, etc.
Étym. φιλόχωρος.