Φιλοδίκης

φιλόδικος

φιλοδίτης
φιλό·δικος, ος, ον [ῐῐ] qui aime les procès, la chicane, Lys. 116, 22 ; Dém. 1287, 17 ; Arstt. Rhet. 2, 23, 23.
Étym. φ. δίκη.