φιλοεθνής

φιλόεργος

φιλοεστιάτωρ
φιλό·εργος, ος, ον [] qui aime le travail, Anth. 6, 48 ; 7, 423, etc. ||
Sup. -ότατος, Anth. 6, 288.
Étym. φ. ἔργον.