Φιλογαρέλαιος

φιλογαστορίδης

φιλογαστριδίας
φιλο·γαστορίδης, ου () [ῐῐ] qui aime son ventre, gourmand, Anth. 8, 169 (var. φιλογαστριδίας).
Étym. φ. γαστήρ.