φιλογραμματία

φιλογράμματος

φιλογραφέω-ῶ
φιλο·γράμματος, ος, ον [ῐμᾰ] qui aime les lettres ou les livres, Plut. M. 963b ; DL. 4, 30, etc.
Étym. φ. γράμματα.