φιλογυμναστικός

φιλογύναιξ

φιλογύναιος
*φιλο·γύναιξ, seul. nom. plur. φιλογύναικες (οἱ) [ῐῠ] c. le suiv. Plat. Conv. 191d ; Aristén. 1, 12.