φιλοκάθολος

φιλόκαινος

φιλόκακος
φιλό·καινος, ος, ον [] qui aime la nouveauté, DH. Exc. p. 2319 Reiske ; Plut. M. 731b, etc. ; τὸ φιλόκαινον, Luc. Ic. 24, l’amour de la nouveauté.
Étym. φ. καινός.