φιλοκοιρανίη

φιλοκόλαξ

φιλοκόμμοδος
φιλο·κόλαξ, ακος (ὁ, ἡ) [ῐᾰκ] qui aime les flatteurs, Arstt. Nic. 8, 8, 1 ; Rhet. 1, 11, 26 ; Plut. M. 48a.