φιλόκομος

φιλόκοπρος

φιλοκορίνθιος
φιλό·κοπρος, ος, ον [] qui aime le fumier, en parl. de plantes, Th. H.P. 2, 7, 1 ; Geop. 12, 9, 2.
Étym. φ. κόπρος.