φιλόκροτος

φιλοκτέανος

φιλοκτήματος
φιλο·κτέανος, ος, ον, seul. sup. φιλο·κτεανώτατος [ῐᾰ] avide de richesses, cupide, Il. 1, 122.
Étym. φ. κτέανον.