Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
φιλοκτημοσύνη
φιλοκτήμων
Φιλοκτήμων
φιλο·κτήμων,
ων, ον,
gén.
ονος
[
ῐ
]
c.
φιλοκτήματος,
Sol.
35, 19 ;
Clém.
Nyss.