φιλόκτιτος

φιλόκυϐος

φιλοκυδής
φιλό·κυϐος, ος, ον [ῐῠ] qui aime les dés, Ar. Vesp. 75 ; Arstt. Physiogn. 3, 13.
Étym. φ. κύϐος.