φιλοκυδής

φιλοκυνηγέτης

φιλοκυνηγία
φιλο·κυνηγέτης, ου () [ῐῠ] amateur de chasse, Xén. Cyn. 5, 14 ; 12, 11.
Étym. φ. κυνηγετέω.