φιλοκυνηγία

φιλοκύνηγος

φιλόκυνος
φιλο·κύνηγος, ος, ον [ῐῠ] qui aime la chasse, DS. 4, 45 ; Plut. M. 310f ; Sostrat. (Stob. Fl. 64, 34).