φιλολακεδαιμόνιος

φιλολάκων

φιλολαλία
φιλο·λάκων, ωνος (ὁ, ἡ) [ῐᾰ] ami des Laconiens, Plut. Artax. 13 ; Per. 9, Cim. 16, etc. ; El. V.H. 4, 15.