φιλολόγως

φιλολοίδορος

φιλολοιδόρως
φιλο·λοίδορος, ος, ον [] qui aime à injurier, insulteur, Dém. 269, 11 ; Arstt. H.A. 9, 1, 7 ; Probl. 3, 27.
Étym. φ. λοιδορέω.