φιλολουτρέω-ῶ

φιλόλουτρος

φιλόλυπος
φιλό·λουτρος, ος, ον [] qui aime à se baigner, Hpc. Acut. 395 ; Arstt. H.A. 8, 24, 11 ; El. N.A. 5, 29.
Étym. φ. λουτρόν.