φίλομϐρος

φιλόμϐροτος

Φιλόμϐροτος
φιλό·μϐροτος, ος, ον [] cher aux mortels, Orph. (Tzetz. Sch. Hes. 18) ; Max. π. κατ. 456.
Étym. φ. *μϐροτός, v. βροτός.