Φιλομέδουσα

φιλομειδής

φιλομειράκιος
φιλο·μειδής, ής, ές gén. έος [] qui aime à sourire, aimable, gai, Anth. 9, 524 ; Luc. Im. 8 ||
E Poét. φιλομμειδής, Il. 3, 424 ; Od. 8, 362 etc.
Étym. p. *φιλοσμειδής, de φ. μειδιάω.