φιλόφθογγος

φιλόφθονος

φιλοφιλία
φιλό·φθονος, ος, ον [] qui aime à jalouser, envieux, DS. Exc. 513, 60 ; τὸ φ. Plut. M. 91b, jalousie, envie.
Étym. φ. φθόνος.