Φιλοπλάτανος

φιλοπλάτων

φιλόπλεκτος
φιλο·πλάτων, ωνος (ὁ, ἡ) [ῐᾰ] ami ou partisan de Platon, DL. 3, 47 ; Att. (Eus. P.E. 795).