φιλοποίμνιος

φιλοποιός

φιλοπολεμέω-ῶ
φιλο·ποιός, ός, όν [] qui rend ami, qui concilie l’amitié, Plut. Cato ma. 25, M. 612d, 632e.
Étym. φ. ποιέω.