φιλοπονηρία

φιλοπόνηρος

φιλοπονητέον
φιλο·πόνηρος, ος, ον [] qui aime les méchancetés ou les méchantes gens, Th. Char. 31 ; Plut. Alc. 24.
Étym. φ. πονηρός.