φιλοπόρφυρος

φιλοποσία

φιλοποτέω-ῶ
φιλοποσία, ας () [φῐ] amour de la boisson, Xén. Mem. 1, 2, 22 ; au pl. Plat. Phæd. 81e.
Étym. φιλοπότης.