φιλοπότις

φιλοπουλύγελως

φιλοπραγματίας
φιλο·πουλύγελως, ωτος (ὁ, ἡ) [ῐῠ] qui aime à bien rire, grand rieur, Anth. 5, 243.
Étym. poét. p. *φιλοπολύγελως.