φιλορχήμων

φιλορχηστής

φιλορώμαιος
φιλ·ορχηστής, οῦ () [] qui aime la danse, A. Quint. p. 73 ; Adam. Physiogn. 2, 44 ; Procl. Ptol. 230.
Étym. φ. ὀρχέομαι.