φιλοσκωπτέω-ῶ

φιλοσκώπτης

φιλοσμάραγος
φιλο·σκώπτης, ου () [] c. φιλοσκώμμων, Arstt. Virt. et vit. 6, 5 ; Chrysipp. (Ath. 616b).