Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
φιλοσοφοκλῆς
φιλοσοφομειρακίσκος
φιλόσοφος
φιλοσοφο·μειρακίσκος,
ου
(
ὁ
)
[
ῐᾰ
] débauché de profession,
Ath.
572
c
.