φιλοστόργως

φιλοστρατιώτης

Φιλόστρατος
φιλο·στρατιώτης, ου () [ῐᾰ] qui aime le soldat, Xén. An. 7, 6, 4 et 39 ; Plut. Phil. 3 ; joint à δημοτικός, Plut. Pyrrh. 11 ; à φιλοπολίτης, D. Chr. 1, 53.