φιλοτεχνέω-ῶ

φιλοτέχνημα

φιλοτεχνήμων
φιλοτέχνημα, ατος (τὸ) []
1 œuvre d’art, Cic. Att. 13, 40, 1 ; Hld. 196 ||
2 artifice, ruse, DS. 3, 37 ; 15, 18.
Étym. φιλοτεχνέω.