φιλοθήϐαιος

φιλόθηλυς

φιλοθηρέω-ῶ
φιλό·θηλυς, υς, υ [] qui aime les femelles, lascif, en parl. d’oiseaux, El. N.A. 2, 43.
Étym. φ. θῆλυς.