φιλυπήκοος

φίλυπνος

φιλυπόδοχος
φίλ·υπνος, ος, ον [] qui aime le sommeil, qui dort volontiers, Thcr. Idyl. 18, 10 ; Arstt. Somn. 3, 16, etc.
Étym. φ. ὕπνος.