φιλυπόδοχος

φιλυπόστροφος

φιλυποστροφώδης
φιλ·υπόστροφος, ος, ον [ῐῠ] sujet à des retours, en parl. d’un mal, Hpc. Coac. 172, Mochl. 862, etc.
Étym. φ. ὑποστρέφω.