φλοιορραγέω-ῶ

φλοιορραγής

φλοιόρριζος
φλοιο·ρραγής, ής, ές [] dont l’écorce est fendue ou gercée, Th. H.P. 4, 14, 2 ; C.P. 3, 18, 3.
Étym. φ. ῥήγνυμι.