φοιϐόλαμπτος

φοιϐόληπτος

φοιϐονομέομαι-οῦμαι
φοιϐό·ληπτος, ος, ον, possédé, c. à d. inspiré de Phœbus, Lyc. 1460 ; Plut. Pomp. 48 ; Lgn 16, 2.
Étym. Φοῖϐος, ληπτός.