Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
φοινικόροδος
φοινικόρυγχος
φοινικοσκελής
φοινικό·ρυγχος,
ος, ον
[
ῑ
] au bec écarlate,
Arstt.
H.A.
9, 24
.
Étym.
φ. ῥύγχος
.