φορτίον

φορτίς

φόρτος
φορτίς, ίδος () s. e. ναῦς, vaisseau de transport, navire marchand, Od. 5, 250 ; 9, 323 ; Anth. 7, 287 ; 9, 215 ; DS. 11, 20 ; 16, 6 ; Luc. V.H. 1, 11.
Étym. φόρτος.