φρατριάζω

φρατρίαρχος

φρατριαστής
φρατρί·αρχος, ου () [ρᾱ] chef ou président d’une phratrie, Dém. 305, 22 ||
E Dans les inscr. att. CIA. 2, 609, 5 (300 av. J.-C.) ; v. Meisterh. p. 97, § 47.
Étym. φρατρία, ἄρχω.