φρατρίζω

φρατρικός

φράτριος
φρατρικός, ή, όν []
1 qui concerne les phratries, Ath. 185c ||
2 à Rome, qui concerne les curies : ἐκκλησία φρατρική, DH. 4, 20, l’assemblée curiate.
Étym. φρατρία.