φρενιτικός

φρενῖτις

φρενιτισμός
φρενῖτις, ίτιδος () s. e. νόσος, transport, d’où folie, démence, Hpc. Aph. 1248 ; Plut. M. 81f ; Luc. Conv. 20.
Étym. φρήν.