φρενετισμός

φρενήρης

φρενιτιαῖος
φρεν·ήρης, ης, ες, sensé, raisonnable, prudent, Hdt. 3, 25, etc. ; Eur. Her. 150 ; Luc. Cal. 3 ; joint à συνετός, Plut. M. 323c.
Étym. φρήν, *ἄρω.